ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Στη δεκαετία του ογδόντα ήταν της μόδας οι «σούζες» με τα μηχανάκια.
Μια μέρα, περιμένοντας με τον Χατζιδάκι σε ένα φανάρι πεζών στη λεωφόρο Κωνσταντίνου, πέρασε μπροστά μας ένα απ’ αυτά τα παλικάρια με σηκωμένη την μπροστινή ρόδα και τον αντίστοιχο θόρυβο της εξάτμισης για να μην περάσει απαρατήρητο το κατόρθωμά του.
Ο Χατζιδάκις, με το γνωστό ύφος του Βούδα που πάσχει από έλλειψη νιρβάνας, είχε σχολιάσει: «Δεν θα ήθελα να είμαι πατέρας αυτού του παιδιού. Θα ντρεπόμουν».
Αυτή η σκηνή μού ήρθε στο μυαλό όταν διάβασα την επιστολή του κ. Ρωμανού όπου περιγράφει τη σχέση του με τον Αλέξη Γρηγορόπουλο.
Η δυσμενής ιστορία δύο παιδιών που μεγάλωσαν χωρίς την κηδεμονία και την προστασία που οφείλει να παρέχει η οικογένεια.
Αφήνω κατά μέρος τη μεγαλομανία αυτού του παιδιού, που μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολη είναι η θέση του. Δικαιολογημένη εν μέρει. Αν δεν έπειθε τον εαυτό του πως είναι στη φυλακή επειδή αποφάσισε να σηκώσει στους ώμους του ένα μεγάλο ιστορικό βάρος, δύσκολα θα άντεχε.
Ο ναρκισσισμός ενίοτε είναι λυτρωτικός. Οπως και η μετάφραση του ψυχικού κενού με όρους ανωτερότητας: «Είχα πολύ μεγαλύτερο ηθικό ανάστημα απ’ όλα τα ανθρωπάκια γύρω μου». Ας μην ξεχνάμε πως αυτό το αίσθημα ανωτερότητας διακατείχε τα παιδιά των Βορείων Προαστίων όταν έκαιγαν τα αυτοκίνητα που τα «ανθρωπάκια» είχαν αγοράσει με δάνειο το 2008.
Ο προοδευτικός λυρισμός τούς βάφτισε γενιά των εφτακοσίων ευρώ. Στην πραγματικότητα ήταν ένα μικρό μέρος, το πιο θρασύ, αυτής της γενιάς που σήμερα ούτε τετρακόσια ευρώ μπορεί να κερδίσει.
Τα ήθελαν όλα.
Τα ήξεραν όλα.
Είχαν δίκιο σε όλα και δεν τους έμενε παρά να κάψουν και να καταστρέψουν.
Αφήνω κατά μέρος επίσης και το «επαναστατικό» ύφος της μακροσκελέστατης επιστολής.
Είναι ένα μουσείο στερεοτύπων, απ’ αυτά που πολιορκούν το μυαλό όσων γεννήθηκαν για να έχουν δίκιο, δίκιο με τους γονείς, με το σχολείο, με την κοινωνία.
Και επειδή δεν θέλουν να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν αυτοαποκαλούνται αναρχικοί.
Στις «120 μέρες στα Σόδομα» του Παζολίνι, ένας από τους γέροντες που κακοποιούν και βασανίζουν παιδάκια στο Σαλό, το τελευταίο καταφύγιο των φασιστών στην Ιταλία, λέει: «Εμείς είμαστε οι πραγματικοί αναρχικοί επειδή κάνουμε ό,τι τραβάει η όρεξή μας». Μένω στην περιγραφή της φιλίας του με τον Γρηγορόπουλο.
Παιδιά δεκατεσσάρων ετών ήσαν, έκαναν κοπάνες από το σχολείο και όλη μέρα «αλητεύαμε στα πάρκα και τις πλατείες».
Δεν μεγάλωσαν χωρίς οικογένεια.
Μεγάλωσαν σε συνθήκες που πολλά παιδιά θα τις ζήλευαν.
Ομως ούτε η οικογένεια ούτε οι συνθήκες τα προστάτευσαν.
Είναι δυνατόν ένα παιδί δεκατεσσάρων ετών να «αλητεύει» όλη μέρα χωρίς να αντιδράσουν οι γονείς του;
Ομως το ξέχασα.
Στις απελευθερωμένες ελληνικές οικογένειες της μεταπολίτευσης τα παιδιά έχουν πάντα δίκιο.
Κλείνω με μια αναφορά στο 8ο βιβλίο της «Πολιτείας» του Πλάτωνα, που με έχει σημαδέψει.
Εκεί μιλάει για τον εκφυλισμό της δημοκρατίας σε τυραννία.
Αυτή επέρχεται όταν οι γονείς φοβούνται τα παιδιά τους και όταν οι δάσκαλοι φοβούνται τους μαθητές τους.
Κι αυτό είναι το φυτώριο των νάρκισσων τυραννίσκων που θέλουν να τα καταστρέψουν όλα γιατί τους έμαθαν πως όλα τούς ανήκουν.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου